συσκηνώ

συσκηνώ
(I)
-έω, Α [σύσκηνος]
1. διαμένω στην ίδια σκηνή με άλλον ή με άλλους
2. ζω μαζί με άλλους.
————————
(II)
-όω, ΜΑ [σύσκηνος]
διαμένω στην ίδια σκηνή με άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συσκήνωσις — ώσεως, ἡ, Α [συσκηνῶ (II)] η διαμονή στην ίδια σκηνή, η συγκατοίκηση …   Dictionary of Greek

  • συσκηνητήρ — ῆρος, ο, θηλ. συσκηνήτρια Α συνδαιτυμόνας, ομοτράπεζος («καὶ τίς σοὐστὶ συσκηνήτρια;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συσκηνῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κινη τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”